Άρθρο τού Κώστα Καραγκούνη στην εφημερίδα “Kontra news ” – Αλλαγή πλεύσης

Μόλις προχθές γιορτάσαμε την επέτειο των σαράντα χρόνων από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Αναπόδραστα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να κάνει τον απολογισμό των τεσσάρων δεκαετιών της χώρας μας ως κράτος-μέλος της Ένωσης και το πόσο επηρέασε αυτή η συμμετοχή στη ζωή και τις προοπτικές των Ελλήνων.
Παρόλες τις αδυναμίες και τις δυσλειτουργίες ενός τέτοιου εγχειρήματος και παρά τις κρίσεις που κατά καιρούς έχουν δοκιμάσει την Ένωση η αλήθεια είναι ότι για πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά δημιουργήθηκε μια τόσο μεγάλη κοινότητα εθνών που βασίστηκε στην ελευθερία, στην αλληλεγγύη, στην ισότιμη συνεργασία και στον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ διαφορετικών κρατών. Και στο ιστορικό αυτό ζύγι σίγουρα η συμμετοχή μας μόνο επωφελής θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Ειδικά στα εθνικά θέματα.
Υπό το πρίσμα αυτό δεν φαντάζουν περίεργες και οι δηλώσεις που έκανε τις προηγούμενες μέρες ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στο NATO Μπασάτ Οζτούρκ ο οποίος ενοχλημένος από τους διπλωματικούς χειρισμούς της Ελλάδος ψέγει τη χώρα μας για αξιοποίηση των θεσμών και οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να σκηθεί πίεση εναντίον της Τουρκίας.
Είναι ένα τρανό παράδειγμα που αποδεικνύει ποιά είναι η πραγματική δύναμη της Ευρωπαικής Ένωσης. Δηλαδή, η ισχύς εν τη ενώσει απέναντι σε οποιονδήποτε επιβουλεύεται τα συμφέροντα των κρατών – μελών.
Από την άλλη, η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει ως πάγια θέση τις τελευταίες δεκαετίες, να υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος. Ως γνωστό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 2004 αποφάσισε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, καθώς κρίθηκε ότι η Τουρκία πληροί επαρκώς τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης.
Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και σήμερα επί συνόλου τριάντα πέντε Διαπραγματευτικών Κεφαλαίων του κοινοτικού κεκτημένου, έχουν ανοίξει δέκα έξι, εκ των οποίων έχει, προσωρινά, κλείσει ένα.
Είναι εύλογο λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς τί θα γινόταν στην υποτιθέμενη περίπτωση που κάποια στιγμή στο μέλλον η Τουρκία γινόταν πλήρες μέλος της Ευρωπαικής Ένωσης. Προφανώς όλοι κατανοούν τα ωφέλη μιας τέτοιας εξέλιξης για τους γείτονες.
Πέρα της αυτονόητης συμμετοχής τους στην εσωτερική αγορά με ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, θα είχαν τα ωφέλη της κοινή αγροτικής και αλιευτικής πολιτικής και βεβαίως της κοινής εμπορικής πολιτικής προς τις τρίτες χώρες.
Το κυριότερο όμως και αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί ως Ελλάδα είναι ότι οι πολίτες της Τουρκίας θα ήταν παράλληλα και πολίτες της Ένωσης και θα μπορούσαν μεταξύ άλλων, να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφός των κρατών μελών και να εκλέγουν και να εκλέγονται στις δημοτικές εκλογές του τόπου κατοικίας τους.
Φανταστείτε λοιπόν στο εγγύς μέλλον να ήταν σε θέση ο προκλητικός γείτονας ως κράτος – μέλος της Ευρωπαικής Ένωσης να έχει όλα αυτά τα δικαιώματα και να στέλνει νόμιμα εκατομμύρια πολίτες της στα ακριτικά νησιά, στον Έβρο, στην ενδοχώρα και παντού.

Με λίγα λόγια ένας από τους κεντρικούς στόχους της εξωτερικής μας πολιτικής θα μπορούσε να αποδειχθεί άθελά μας ο απόλυτος εφιάλτης.

Να γίνει το χατήρι σε μια χώρα που αμφισβητεί την συνθήκη της Λωζάννης, που αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, που αμφισβητεί το δικαίωμα του Πρωθυπουργού να μεταβαίνει στα ακριτικά μας νησιά, που επιδιώκει με κάθε τρόπο να δημιουργήσει γκρίζες ζώνες και στα πιό απίθανα μέρη της πατρίδας μας.

Προφανώς και η Ελλάδα παραμένει πιστή στο δόγμα της καλής γειτονίας, της τήρησης σχέσεων αλληλεγγύης και συνεννόησης με την γείτονα χώρα και υποστήριξης των προσπαθειών για την επίλυση των μεταξύ μας διαφορών. Εμείς υποστηρίζουμε το Διεθνές Δίκαιο και την διεθνή νομιμότητα σε αντίθεση με τους γείτονες που το απαξιώνουν.

Το ερώτημα είναι αν πρέπει να συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε την ευρωπαική προοπτική της Τουρκίας ή ίσως τελικά πρέπει να αλλάξουμε πλεύση.