16 Ιαν Μια πιο γενική εικόνα της νομοθέτησης για τον γάμο ομόφυλων και την τεκνοθεσία.
Γάμος Ομόφυλων και Τεκνοθεσία: Μια πιο γενική εικόνα της προβληματικής νομοθέτησης
Τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τον Ιούνιο του 2008 που τελείται για πρώτη φορά πολιτικός γάμος ομόφυλου ζευγαριού στην Τήλο, εκκινείται μια γενικότερη πολιτειακή συζήτηση για το ζήτημα του γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών για το οποίο ο Πρωθυπουργός κατέθεσε σχετική νομοθετική πρωτοβουλία προς δημόσια διαβούλευση.
Η πολιτεία αντιμετωπίζοντας το ζήτημα της υπαρκτής συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών νομοθετεί με τον (ν.4356/2015) και ρυθμίζει το σύμφωνο συμβίωσης ώστε να καλύπτει και τα ομόφυλα ζευγάρια. Επιπροσθέτως, με τον ν.4538/2018 παρέχει τη δυνατότητα αναδοχής και στα ζευγάρια που βρίσκονται σε σύμφωνο συμβίωσης, δίχως βεβαίως να τα διακρίνει σε ετερόφυλα ή ομόφυλα.
Ήδη το 2017 το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας ο Άρειος Πάγος κηρύσσει ανυπόστατο τον γάμο του ομόφυλου ζευγαριού της Τήλου αναπτύσσοντας στο αιτιολογικό της απόφασης ότι η βούληση του νομοθέτη έχει φτάσει μέχρι την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια και η οποία βούληση αντανακλά τις ηθικές και κοινωνικές αξίες και παραδόσεις του ελληνικού λαού που δεν αποδέχεται την θέσπιση γάμου για ομόφυλα ζευγάρια.
Το Στρασβούργο έχει ήδη ξεκαθαρίσει σύμφωνα με την νομολογία του ότι τα κράτη εξακολουθούν να είναι ελεύθερα να περιορίζουν το γάμο σε άτομα διαφορετικού φύλου, όμως τα ζευγάρια του ίδιου φύλου χρειάζονται την νομική αναγνώριση και προστασία της σχέσης τους από την εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους.
Το ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και συνεπαγωγικά και το δικαίωμα της τεκνοθεσίας αδιαμφισβήτητα είναι ένα ευαίσθητο θέμα το οποίο χρήζει αντιμετώπισης από την έννομη τάξη μας δεδομένου ότι ιδίως τα ομόφυλα ζευγάρια που συμβιούν με τέκνο αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους υπαρκτά προβλήματα τα οποία κάθε ευνομούμενη πολιτεία οφείλει να τα αξιολογήσει και να τα επιλύσει.
Το παράδειγμα, που καταδεικνύει τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν τα ομόφυλα ζευγάρια, που άλλωστε συζητείται από τα μέσα αυτές τις μέρες είναι αυτό που ένας εκ των συμβιούντων που έχει υιοθετήσει ένα τέκνο, στη συνέχεια δε συνάπτει σύμφωνο συμβίωσης με άτομο του ίδιου φύλου και εν συνεχεία αποβιώνει.
Το ερώτημα του παραπάνω παραδείγματος είναι εύλογο. Ποιά είναι η τύχη του παιδιού σε μια τέτοια περίπτωση; Θα καλυφθεί το βέλτιστο συμφέρον του όπως ορίζεται και στις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου; Θα τύχει το ανήλικο αυτό τέκνο επιδοματικών και κληρονομικών δικαιωμάτων; Θα τεθεί στην επιμέλεια του έτερου ζώντος συμβίου;
Αυτές οι περιπτώσεις και τα σχετικά ερωτήματα που ευλόγως τίθενται προφανώς και μπορούν να αντιμετωπιστούν και να επιλυθούν με σχετικές προβλέψεις εντός του πλαισίου του συμφώνου συμβίωσης και δεν είναι απαραίτητα να επιλυθούν στο πλαίσιο γάμου. Για παράδειγμα μπορεί να προβλεφθεί με τροποποίηση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου του συμφώνου συμβίωσης ότι σε περίπτωση θανάτου του έχοντος τη σχέση υιοθεσίας με το τέκνο, να υπεισέρχεται στη σχέση υιοθεσίας το μέχρι τότε αποξενωμένο στην ελεύθερη συμβίωση μέρος.
Μέσα λοιπόν από τις υφιστάμενες διατάξεις και ρυθμίσεις περί συμφώνου συμβίωσης και ειδικότερες παρεμβάσεις σε αυτό το νομικό πλαίσιο δύναται η έννομη τάξη μας να αντιμετωπίσει τα σχετικά προβλήματα. Και κυρίως αυτά των τέκνων που συμβιώνουν με ομόφυλα ζευγάρια που βρίσκονται συνδεδεμένα στο πλαίσιο του συμφώνου συμβίωσης. Σε αυτά υπάρχει η δυνατότητα να καλυφθούν ή να θεραπευθούν νομικές εκκρεμότητες ή αναγκαιότητες που προκύπτουν.
Στην πρόταση που καταθέτει ο Πρωθυπουργός δεν περιλαμβάνεται και δεν τροποποιείται το καθεστώς της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, διότι πράγματι οι γυναίκες κινδυνεύουν υπό μια έννοια να μετατραπούν σε μηχανές παραγωγής παιδιών κατά παραγγελία.
Στο σημείο αυτό εξειδικεύεται μια νομική πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε άμεσα από τη στιγμή που θα προβλεφθεί ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών.
Αν προβλεφθεί ο γάμος τότε με βάση το άρθρο 1545 του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου D.B κ.α. κατά Ελβετίας που καταδίκασε την Ελβετία γιατί δεν ενέγραψε στο ληξιαρχείο τέκνο ως τέκνο και των δύο γονέων του, δύο Ελβετών ανδρών, παιδί που είχε γεννηθεί από παρένθετη κυοφορούσα στην Καλιφόρνια, θα μπορεί συνεπαγωγικά να προχωρήσουν σε τεκνοθεσία μέσω παρένθετης μητέρας ακόμα και τα ομόφυλα ζευγάρια.
Με λίγα λόγια αυτό που η προτεινόμενη νομοθέτηση φιλοδοξεί να αποτρέψει τελικά να μην καταστεί εφικτό να αποφευχθεί. Έχοντας λοιπόν μια πιο γενική εικόνα της προβληματικής μια τέτοιας νομοθέτησης, θα ήταν δόκιμο να γίνει προσπάθεια νομικής διευθέτησης του ζητήματος στηριζόμενοι στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο με τις αναγκαίες τροποποιήσεις.
Όπως δόκιμο θα ήταν να ανοίξει ένας ευρύτατος διάλογος αξιολόγησης του βέλτιστου συμφέροντος για το παιδί από κοινωνικούς φορείς και εξειδικευμένους επιστήμονες με εμπειρία στο ζήτημα αυτό ώστε να ενισχυθεί η βέλτιστη νομοθέτηση
Άρθρο στην Εφημερίδα «Παραπολιτικά»